- ἀπλήστους
- ἄπληστοςinsatiatemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
несытоующии — (1*) пр. Неумеренный. В роли с.: обаче же преѡбидѧ ѡбое. и скращающа˫а зѣло. и несытующа˫а зѣло. ѥже како словомь створю. (τοὺς... ἀπλήστους) ΓБ XIV, 167г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek
καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη … Dictionary of Greek
Εδουάρδος — I (Edward). Όνομα βασιλιάδων της Αγγλίας. 1. Ε. ο Πρεσβύτερος (; – 924). Βασιλιάς του Γουέσεξ(899 924). Ήταν δευτερότοκος γιος του Αλφρέδου του Μεγάλου, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο το 899. Ασχολήθηκε μαζί με την αδελφή του Έθελφλεντ με την… … Dictionary of Greek
λίγος — η, ο 1. όχι πολύς στον αριθμό ή την ποσότητα: Το μωρό ήπιε λίγο γάλα και κοιμήθηκε. 2. παροιμ. φρ., «Όποιος γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα», για άπληστους ανθρώπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)